Τα έργα που έχουν γίνει πριν από λίγο καιρό στην Ακρόπολη, αφορούν την διάστρωση και κάλυψη σημαντικής έκτασης επιφάνεια του βράχου ανάμεσα στα κτίσματα, με ενιαίο, σκληρό, χυτό υλικό, το οποίο, σύμφωνα με τις δηλώσεις των αρμοδίων, είναι αναστρέψιμο. Η επίσημη αιτιολόγηση για τη συγκεκριμένη επέμβαση είναι ότι ο χώρος πρέπει να καταστεί επισκέψιμος στα άτομα με αναπηρίες αφενός, αλλά και γενικότερα για να διευκολυνθεί η περιήγηση των πολλών επισκεπτών στο μνημείο.
Τι όμως συμβαίνει στην πραγματικότητα;
Υπάρχει καταρχάς ένα σοβαρό θέμα που αφορά το τι προσδοκεί κανείς από την επίσκεψη σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, όπως είναι η Ακρόπολη. Τι λιγότερο μπορεί να είναι αυτό από μια οπτική αλλά και απτική, υψηλής αισθητικής εμπειρία, σε ένα διαχρονικής και οικουμενικής σημασίας δημιούργημα της ανθρώπινης σκέψης, της γνώσης, του πνεύματος, αλλά και του σκληρού σωματικού κόπου;
Η προσέγγιση και η άνοδος στην Ακρόπολη είναι μια αλληλουχία χωρικών εμπειριών. Ο επισκέπτης ανεβαίνει σταδιακά αρκετά σκαλοπάτια, και έπειτα από φυσική προσπάθεια φτάνει στα Προπύλαια. Μόλις όμως περάσει τα Προπύλαια, βρίσκεται απότομα στον ανοικτό χώρο, με τον Παρθενώνα λοξά δεξιά και το Ερέχθειο με τις Καρυάτιδες αριστερά. Από το προνομιακό αυτό σημείο, οι σοφές αναλογίες, οι οπτικές φυγές και οι χαράξεις του κενού χώρου που αποκάλυψε ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης από το 1939, και θαύμαζε ο Δημήτρης Πικιώνης, συστήνουν με τον βράχο ένα συνολικό τοπίο, μια ολοκληρωμένη σύνθεση από αρμονικές χωρικές σχέσεις.
Αν λοιπόν υποτεθεί ότι η διάστρωση μιας τεράστιας, γραμμικής, ενιαίας επιφάνειας με κάποιο, έστω, επιστημονικά τεκμηριωμένο υλικό διευκολύνει τους επισκέπτες, τι άραγε γίνεται με τα άτομα με κινητικές δυσκολίες, δηλαδή αυτούς για τους οποίους υποτίθεται ότι έγινε αυτή η πρόσφατη επέμβαση; Αυτοί φτάνουν στο χώρο με ανελκυστήρα ο οποίος βρίσκεται πίσω από το Ερέχθειο, σαν από μια υπηρεσιακή είσοδο, ή σαν το Ερέχθειο να βρέθηκε εκεί για να κρύψει τον ανελκυστήρα. Στη συνέχεια κινούνται παράπλευρα του Ερεχθείου σε ένα επίσης καινούργιο διάδρομο διαστρωμένο με το ίδιο υλικό, ο οποίος συναντά τον βασικό διάδρομο που έρχεται από τα Προπύλαια.
Έτσι όμως τα άτομα αυτά μειονεκτούν γιατί στερούνται βίαια αυτό για το οποίο βρίσκονται εκεί, δηλαδή την φοβερή αίσθηση της ενέργειας του χώρου κατά την ακαριαία στιγμή της εξόδου από τα Προπύλαια. Θα διερωτηθεί βέβαια κανείς «και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς»; Μήπως όμως αυτά είναι τα θέματα που θα έπρεπε να απασχολήσουν τους ειδικούς και τα Συμβούλια; Και όχι απλά το πως θα διευκολύνουν όχι μόνο τα άτομα με αναπηρίες, αλλά και όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτες;
Άλλωστε, αυτή η έννοια της «διευκόλυνσης», ενώ μπορεί να ακούγεται λογική και λειτουργική, είναι εντούτοις ρηχή και επικίνδυνη, αφού υποκρύπτει μια άλλη έννοια. Αυτή της «ελάχιστης προσπάθειας» που θα απαιτηθεί γενικότερα για την πρόσληψη του οποιουδήποτε σημαντικού έργου, είτε πρόκειται για την Ακρόπολη, είτε για ένα έργο λογοτεχνίας, μια κινηματογραφική ταινία, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία. Αντίθετα, ο σωματικός και πνευματικός κόπος είναι συστατικά μιας ιδιαίτερης, σημαντικής χωροκινητικής εμπειρίας. Τόσο για την πρόσληψη και σημασιοδότηση των κατασκευών, αλλά και γιατί, όπως λέει και πάλι ο Πικιώνης στην «Συναισθηματική Τοπογραφία» (1935), «μετρούμε τη γη με τον κόπο του κορμιού μας».
Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα, επίσης σοβαρό, που αφορά τον τρόπο που τα κτίσματα είναι τοποθετημένα στο χώρο και τις κινήσεις των επισκεπτών ανάμεσά τους. Σε αντίθεση λοιπόν με ότι συμβαίνει συχνά, οι κινήσεις στην Ακρόπολη δεν επιβάλλονται, αλλά υποβάλλονται, και μάλιστα μόνον εν μέρει, αφήνοντας ελεύθερους τους χρήστες, να συνθέτουν κάθε φορά την δική τους αφήγηση. Προδιαγραμμένη πορεία που να νοηματοδοτεί τις κατασκευές δεν υπάρχει. Η κατανόηση τους ως μονάδες, αλλά και του χώρου στο σύνολό του, είναι ελλειπτική, αφήνοντας πολλαπλές επιλογές κίνησης ανάμεσά τους και πολλαπλές αναγνώσεις του χώρου.
Πως λοιπόν είναι δυνατόν να αγνοούνται όλα αυτά και πως δικαιολογείται μια και μοναδική χάραξη μιας πολύ συγκεκριμένης πορείας με ένα και μοναδικό, ενιαίο χυτό υλικό, το οποίο βίαια διασπά και διαχωρίζει τον χώρο αφήνοντας σαν περισσεύματα τόσο τις κτισμένες κατασκευές όσο και τον υπόλοιπο χώρο;
Και έτσι, η συζήτηση γυρίζει πάλι στον Δημήτρη Πικιώνη και τα έργα του στην Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου από τη δεκαετία του 1960. Ο Πικιώνης λοιπόν αφιέρωνε δημιουργικά ατελείωτες ώρες, πολύ κόπο και βαθιά σκέψη, δουλεύοντας επί τόπου ο ίδιος με τους συνεργάτες, τους τεχνίτες και τους φοιτητές του. Διάλεγε με περισσή προσοχή, επιμέλεια, αγάπη και ευαισθησία κάθε κομμάτι πέτρας, μαρμάρου, τούβλου, ή βράχων και χώματος, ή αρχαία θραύσματα, ή ακόμα και σχήματα τσιμέντου, αποϋλοποιώντας αυτά τα ετερόκλητα υλικά για να συνθέσει τις διαφορετικές υφές και λεπταίσθητες αποχρώσεις τους, και να δώσει με αυτές τον υπέροχο εσωτερικό ρυθμό της κίνησης, που εμπεριέχει αυτό τον φυσικό και πνευματικό κόπο.
Σόλων Ξενόπουλος, Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ
Κοσμήτορας Σχολής Αρχιτεκτονικής, Μηχανικής και Γεωπεριβαλλοντικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος